- συμφεροντολογία
- ητο να είναι κάποιος συμφεροντολόγος, το να αποβλέπει αποκλειστικά στο ατομικό συμφέρον.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συμφεροντολογία — η, Ν το να είναι κανείς συμφεροντολόγος, ιδιοτέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφεροντολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
κερδομανία — η υπερβολική συμφεροντολογία, ακόρεστη φιλοχρηματία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμφεροντολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που κινείται από συμφεροντολογία: Ενεργεί συμφεροντολογικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)